συγγενάδι
Смотреть что такое "συγγενάδι" в других словарях:
συγγενάδι — το, Ν συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + κατάλ. άδι (πρβλ. σκοτ άδι, ψεγ άδι] … Dictionary of Greek
συγγενάδι — το, Ν συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + κατάλ. άδι (πρβλ. σκοτ άδι, ψεγ άδι] … Dictionary of Greek